Στη σύγχρονη εποχή αποτελεί συχνό φαινόμενο η στροφή σε εσφαλμένες διατροφικές συνήθειες. Η τάση αυτή κορυφώνεται κυρίως κατά την περίοδο της εφηβικής ηλικίας, προξενώντας διαταραχές που επηρεάζουν άμεσα την κοινωνική ζωή των ατόμων, ενώ είναι πιθανό να προκαλέσουν σοβαρά προβλήματα υγείας, απειλώντας ακόμα και τη ζωή τους. Μάλιστα, παρά την ετερογένειά τους, όλες αυτές οι διατροφικές διαταραχές πηγάζουν κατά βάση από μια κοινή δέσμη παραγόντων, ανάμεσα στους οποίους ξεχωρίζει η ίδια η ιδιοσυγκρασία των εφήβων, όπως διαμορφώνεται με βάση τις κοινωνικές και ψυχολογικές ανάγκες τους.
Κατά τη μετάβαση, λοιπόν, από την παιδικότητα προς την ενηλικίωση, εκδηλώνονται σωματικές αλλαγές, οι οποίες δημιουργούν αναστάτωση, αλλά και σηματοδοτούν στον κοινωνικό περίγυρο και στον ίδιο τον έφηβο τη φυσική ωρίμασή του. Έτσι, μοιραία αναπτύσσονται νέες προσδοκίες και τίθενται διαφορετικοί στόχοι, που καθιστούν αναπόφευκτη, σε αρκετές περιπτώσεις, τη σύγκρουση με το οικογενειακό περιβάλλον.
Καθώς, λοιπόν, συγκρούονται οι ασυνείδητες επιθυμίες με τις κοινωνικές υπαγορεύσεις, επιστρατεύονται αμυντικοί παθολογικοί μηχανισμοί, που έχουν ως αποτέλεσμα να χρησιμοποιείται η τροφή σε βάρος του εαυτού. Κατ’ αυτόν τον τρόπο, το εφηβικό σώμα ανάγεται σε «μια παντοδύναμη συμβολική πλατφόρμα», σε μια προσπάθεια του ατόμου να ανεξαρτητοποιηθεί, αποεπενδύοντας τα εξιδανικευμένα γονεϊκά πρότυπα.
Μία, λοιπόν, από τις κυριότερες διαταραχές πρόσληψης της τροφής είναι η νευρική ανορεξία. Πρόκειται για μια ψυχογενή διαταραχή που συνίσταται στον παράλογο φόβο του πάχους και εκφράζεται με την ψυχαναγκαστική άρνηση του εφήβου να δεχθεί την τροφή του, αν και, συχνά, δεν παύει να έχει όρεξη για φαγητό.
Η θεληματική αυτή αντίσταση στο φαγητό συνδέεται αναμφίβολα με τα προβαλλόμενα κοινωνικά πρότυπα που καταξιώνουν ως μοναδικό εχέγγυο επιτυχίας και αναγνώρισης την εξωτερική ομορφιά, ταυτίζοντάς την άμεσα και αποκλειστικά με λιποβαρή μοντέλα. Καθώς, λοιπόν, κυριαρχεί το δόγμα «πολύ αδύνατος ίσον όμορφος και επιτυχημένος», αρκετοί έφηβοι, και ιδίως κορίτσια, αποκτούν εμμονή με το «ιδανικό βάρος».
Οπωσδήποτε, το φαινόμενο αυτό σχετίζεται και με την έντονη επιθυμία των εφήβων για κοινωνική αποδοχή, σε συνδυασμό με το γεγονός ότι δεν έχουν συγκροτήσει πλήρως την προσωπικότητά τους. Κατ’ επέκταση, υιοθετούν αβίαστα τα προβαλλόμενα πρότυπα και προσπαθούν να αποκτήσουν «τέλειες αναλογίες», ώστε να ενισχύσουν την ερωτευσιμότητά τους και να καταξιωθούν κοινωνικά. Έτσι, στρέφονται σε αυτοεπιβαλλόμενη παρατεταμένη ασιτία, ενώ, αν παρασυρθούν σε υπερφαγία, επιδιώκουν την ακύρωσή της με την πρόκληση εμετού ή τη λήψη καθαρτικών και διουρητικών χαπιών.
Άλλες φορές, πάλι, οι εξαντλητικές δίαιτες οδηγούν σε απογοήτευση αναφορικά με το αποτέλεσμα και, τελικά, εξωθούν σε υπερφαγικά επεισόδια, που χαρακτηρίζονται από την κατανάλωση μεγάλων ποσοτήτων φαγητού, και ειδικά λιπαρών και «απαγορευμένων» τροφών, σε σύντομο χρονικό διάστημα, ακόμα και όταν το άτομο νιώθει ότι έχει χορτάσει.
Βεβαίως, η παχυσαρκία, ως εκδήλωση διατροφικής διαταραχής, δεν πηγάζει μόνο από τη νευρογενή βουλιμία, αλλά και από τις ευρύτερες κοινωνικές συνθήκες ζωής του σύγχρονου ανθρώπου. Το άγχος, οι ασθματικοί ρυθμοί διαβίωσης, η ανταγωνιστικότητα και η μοναξιά εντείνουν την ψυχική ανάγκη για υπερκατανάλωση σε όλους τους τομείς, γεγονός που, μεταξύ άλλων, διαπιστώνεται και στη διατροφή.
Επιπλέον, το υψηλό κόστος της καθημερινής ζωής, σε συνδυασμό με τους ταχείς ρυθμούς ζωής, κατευθύνουν πολλούς ανθρώπους στην εύκολη λύση του φθηνού, έτοιμου και γρήγορου φαγητού. Αυτή η επιλογή, όμως, δεν επιτρέπει στα άτομα να ελέγξουν τα υλικά που χρησιμοποιούνται και, κατ’ επέκταση, να εξασφαλίσουν μια υψηλή ποιότητα διατροφής. Αντίθετα, αυξάνεται το σωματικό βάρος τους, χωρίς να προσλαμβάνουν τα απαραίτητα για την υγεία τους θρεπτικά συστατικά.
Για την πρόληψη των παραπάνω διατροφικών διαταραχών, κρίνεται απαραίτητη η συντονισμένη δράση της Πολιτείας, της εκπαίδευσης και της οικογένειας, ώστε οι άνθρωποι, και ειδικά οι νέοι, να αποκτήσουν ορθό διατροφικό προσανατολισμό και να αποφύγουν ανθυγιεινές συνήθειες και τρόφιμα. Παράλληλα, όμως, χρειάζεται να παρέχεται πολυεπίπεδη στήριξη στους εφήβους, προκειμένου να μην επιβαρύνεται η ήδη διαταραγμένη ψυχική και συναισθηματική ισορροπία τους κι έτσι να επιλύονται ευκολότερα οι εσωτερικές συγκρούσεις τους που θα μπορούσαν να τους οδηγήσουν σε διατροφικές διαταραχές.
Χ.Σ. Μ.Γ.